Επιστήμονες στις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων σημαντική συμβολή είχε μια Ελληνίδα διατροφολόγος, δημιούργησαν ένα νέο – πιθανώς το πιο ολοκληρωμένο και επιστημονικό μέχρι σήμερα – σύστημα κατάταξης των τροφίμων με βάση το πόσο ανθυγιεινά ή υγιεινά είναι, φιλοδοξώντας να ξεκαθαρίσουν σε μεγάλο βαθμό τη σύγχυση των καταναλωτών. Η λεγόμενη «Πυξίδα Φαγητού» (Food Compass) – επίκαιρη λόγω της Παγκόσμιας Ημέρας Διατροφής στις 16 Οκτωβρίου – ταξινομεί τις τροφές από τις χειρότερες έως τις καλύτερες για την υγεία, αποτελώντας έτσι επίσης ένα χρήσιμο εργαλείο για εταιρείες τροφίμων, εστιατόρια, καφετέριες και πάσης φύσεως αρμόδιους για θέματα υγείας.
Οι ερευνητές της Σχολής Friedman Επιστήμης και Πολιτικής της Διατροφής του Πανεπιστημίου Ταφτς στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, με επικεφαλής τον καθηγητή Νταρίους Μοζαφαριάν και τη Ρενάτα Μίχα (αναπληρώτρια καθηγήτρια Διατροφής του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επισκέπτρια αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tufts), οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό για θέματα διατροφής «Nature Food», χρειάστηκαν τρία χρόνια μελέτης για να ενσωματώσουν στην «Πυξίδα» τις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με πόσο θετικά ή αρνητικά μια τροφή επιδρά στην υγεία.
Όπως είπε ο Μοζαφαριάν, «το κοινό είναι αρκετά μπερδεμένο σχετικά με το πώς να κάνει τις πιο υγιεινές επιλογές στο σούπερ-μάρκετ, στην καφετέρια ή στο εστιατόριο. Οι καταναλωτές, οι διαμορφωτές πολιτικής και οι ίδιες οι βιομηχανίες αναζητούν απλά εργαλεία που να καθοδηγούν τον καθένα προς τις πιο υγιεινές επιλογές».
Η «Πυξίδα» (Food Compass Nutrient Profiling System) χρησιμοποιεί μια βάση δεδομένων για 8.032 τρόφιμα και ποτά, αξιολογώντας 54 διαφορετικά χαρακτηριστικά τους, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα «προφίλ υγείας» για το καθένα. Στόχος των ερευνητών είναι οι άνθρωποι να τρώνε εν γνώσει τους πιο υγιεινά φαγητά, οι εταιρείες τροφίμων να ενθαρρυνθούν για να αναπτύξουν πιο υγιεινά προϊόντα, οι επενδυτές να έχουν καλύτερη επίγνωση για το ποιες επιπτώσεις μπορεί να έχουν οι επιλογές τους στη βιομηχανία τροφίμων και οι κάθε είδους χώροι εστίασης να σερβίρουν πιο υγιεινά φαγητά.
Κάθε τρόφιμο ή ποτό βαθμολογείται από το 1 (πιο ανθυγιεινό) έως το 100 (πιο υγιεινό). Η βαθμολογία πάνω από 70 θεωρείται ένα λογικό «σκορ» για να ενθαρρυνθεί η παραγωγή και η κατανάλωση ενός προϊόντος. Τα τρόφιμα-ποτά με βαθμολογία 31 έως 69 πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο, ενώ εκείνα που βαθμολογούνται από 30 και κάτω, πρέπει να καταναλώνονται όσο γίνεται λιγότερο.
Η μέση βαθμολογία των τροφίμων-ποτών της «Πυξίδας» υπολογίστηκε στο 43,2, κάτι που δείχνει πόσα περιθώρια υπάρχουν για να βελτιωθεί η διατροφή του μέσου ανθρώπου από άποψη ποιότητας και υγείας. Ομαδοποιημένα σε κατηγορίες, τη χαμηλότερη μέση βαθμολογία (16,4) έχουν τα σνακ και τα γλυκά, ενώ την υψηλότερη έχουν τα όσπρια και οι ξηροί καρποί (78,6), τα φρούτα (73,9 κατά μέσο όρο, αλλά μερικά όπως τα ωμά σμέουρα ή φραμπουάζ φθάνουν το 100%) και τα λαχανικά (69,1). Η μέση βαθμολογία για τα θαλασσινά είναι 67, για τα πουλερικά 42,7 και για το μοσχάρι 24,9, ενώ τα ποτά βαθμολογούνται από 27,6 (αναψυκτικά με ζάχαρη και ενεργειακά ροφήματα) ως 67 (χυμοί φρούτων και λαχανικών).
Από άποψη μεμονωμένων τροφίμων, τη χειρότερη βαθμολογία παίρνουν οι στιγμιαίες σούπες και τα στιγμιαία ζυμαρικά «νουντλς», καθώς επίσης οι πουτίγκες και τα «τσιζμπέργκερ» των φαστ-φουντ. Ο καφές παίρνει πολύ καλή βαθμολογία (74) και τα αλατισμένα αμύγδαλα ακόμη καλύτερη (90), αλλά η πίτσα κακή (26). Ενώ σχεδόν όλα τα ωμά φρούτα αγγίζουν το 100, μερικά με πολλά σάκχαρα βαθμολογούνται χαμηλότερα (μπανάνες 83, σύκα 77, χουρμάδες κ.ά.), αλλά πάντως πάνω από 70. Ο ντοματοχυμός με λίγο νάτριο παίρνει 100, ο χυμός καρότου 84, ο χυμός μήλου 55, ενώ οι έτοιμοι συσκευασμένοι φρουτουχυμοί μόνο 19. Το ελαιόλαδο βρίσκεται στο 85, ενώ το ανάλατο βούτυρο μόλις στο 8 και η άσπρη ζάχαρη στο 1. Τα δημητριακά με βρώμη ολικής άλεσης βαθμολογούνται με 95, ενώ τα ζυμαρικά ολικής αλέσεως με 70 και το ψωμί ολικής αλέσεως με 60. Το λευκό ρύζι παίρνει μόλις 10 και οι πίτες 1.
H Δρ Μίχα έλαβε το πτυχίο της στην Κλινική Διαιτολογία/Διατροφή από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών (2004) και το Διδακτορικό της στη Δημόσια Υγεία και Διατροφή από το King’s College του Λονδίνου (2008), ενώ ακολούθως εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας του Πανεπιστήμιου Χάρβαρντ (2008-2011). Από το 2014 έως σήμερα είναι ακαδημαϊκό μέλος του Friedman School of Nutrition Science and Policy του Πανεπιστημίου Tufts, ενώ από τον Απρίλιο του 2021 είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων & Διατροφής της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
ΠΗΓΗ: www.amna.gr