Την ανάγκη επιστροφής στις ντόπιες ελληνικές φυλές, που διαθέτουν το κατάλληλο γενετικό υπόβαθρο και είναι πιο ανθεκτικές στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ώστε η Ελλάδα, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα που διαθέτει να βγει μπροστά στην παγκόσμια αγορά -υπό προϋποθέσεις- υπογραμμίζει ο καθηγητής στο Tμήμα Kτηνιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Γιώργος Αρσένος, επικεφαλής στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας.
«Η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα, σε πολλές ντόπιες φυλές προβάτων και αιγών, να έχει τη δεξαμενή των ανθεκτικών γονιδίων», εξηγεί, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Αρσένος, κι αναφέρεται σε ορισμένες απ’ αυτές τις φυλές: Χίου, Καλαρρύτικο, Σερρών και Μυτιλήνης καθώς και η εγχώρια ελληνική αίγα.
«Αυτό που πρέπει να γίνει στη χώρα μας είναι να αναδειχθεί η ιδιαιτερότητα της ελληνικής παραγωγής και του φιλοπεριβαλλοντολογικού χαρακτήρα, κυρίως στον τομέα της αιγοπροβατοτροφίας», τονίζει ο καθηγητής του ΑΠΘ.
Σημειώνει, ωστόσο, πως η ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα των φυλών απέναντι στην κλιματική αλλαγή είναι η μία παράμετρος, που αν και βασική, ωστόσο από μόνη της δεν επαρκεί προκειμένου η αλυσίδα της κτηνοτροφίας να ανταπεξέλθει με επιτυχία στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί παγκοσμίως.
Έτσι, κατά τον καθηγητή του ΑΠΘ, πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη χώρα μας ο επανασχεδιασμός και η σωστή διαχείριση των συστημάτων εκτροφής (ιδιαίτερα των σταβλικών εγκαταστάσεων), ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη μεγιστοποίηση της ποσότητας των παραγόμενων προϊόντων με λιγότερα ζώα, που όμως θα είναι πιο παραγωγικά, υγιή και ευπροσάρμοστα στην κλιματική αλλαγή.
«Η βιώσιμη εντατικοποίηση είναι μονόδρομος», τονίζει ο κ. Αρσένος κι εξηγεί πως «τη στιγμή που οι επενδύσεις στον κλάδο της κτηνοτροφίας προβλέπεται ότι την επόμενη 15ετία θα φθίνουν συνεχώς, την ίδια ώρα, εμείς, πρέπει να πετύχουμε αύξηση παραγωγικότητας ανά μονάδα γης ή άλλων πηγών, είτε με τη βελτίωση του δείκτη μετατρεψιμότητας της τροφής, ποσότητα γάλακτος/αγελάδα, αριθμός χοιριδίων/χοιρομητέρα, μέση ημερήσια αύξηση παχυνόμενων ζώων και αύξηση της ανθεκτικότητας και προσαρμοστικότητας των ζώων». Κατά τον ίδιο, το «κλειδί» για την επίτευξη του προαναφερόμενου στόχου, είναι η βελτίωση γενοτύπου των ζώων.
«Μπορούμε να κάνουμε έναν στρατηγικό σχεδιασμό για την ορεινή κτηνοτροφία, και να φτιάξουμε ένα νέο brand», σημειώνει, επισημαίνοντας πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διερευνηθεί το πώς θα αξιοποιηθούν οι εγχώριες πρώτες ύλες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προσθετικά ζωοτροφών και οδηγούν στη μείωση της παραγωγής αερίων από την πέψη της τροφής στο πεπτικό σύστημα των μηρυκαστικών.
Σημαντικό κατά τον ίδιο, είναι επίσης να αξιολογηθούν οι χρηματοδοτικές ροές με άξονα την κλιματική αλλαγή και να επιτευχθεί άμεση σύνδεση με την παραγωγικότητα των ζώων και την ενσωμάτωση καινοτομιών σε επίπεδο εκτροφής. «Αν δεν αξιοποιήσουμε στη χώρα μας τα συστήματα κυκλικής γεωργίας, στοχεύοντας έτσι στη μείωση του κόστους παραγωγής, πώς θα πετύχουμε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας παγκοσμίως»;, διερωτάται.
Επιπλέον, κατά τον καθηγητή του ΑΠΘ, θα πρέπει να εντοπιστούν και να αξιολογηθούν οι σχετικές με τον κλάδο της κτηνοτροφίας καινοτομίες που υπάρχουν στη χώρα μας, ώστε να επιτευχθεί τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής από το χωράφι όπου παράγονται οι ζωοτροφές, μέχρι και τη βιομηχανία που παραλαμβάνει τα προϊόντα για μεταποίηση. Βέβαια, όπως λέει, εάν δεν δούμε τη δυνατότητα ανάπτυξης απλοποιημένων εργαλείων λήψης αποφάσεων για τους κτηνοτρόφους, η ενσωμάτωση και χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών από πλευράς τους, δεν θα τυγχάνει της αιτούμενης αποδοχής. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί και στις διαχειριστικές πρακτικές για την αναπαραγωγή, διατροφή, σταβλισμό και άρμεγμα, ώστε να βελτιωθούν η υγεία και η ευζωία των ζώων, «δίνοντας νέα ταυτότητα στα προϊόντα ζωικής παραγωγής».
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην κτηνοτροφία
Η αύξηση της θερμοκρασίας, λόγω της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζει την παραγωγή και την ποιότητα των παραγόμενων ζωικών προϊόντων, με τις απότομες και ακραίες εναλλαγές της θερμοκρασίας να προκαλούν θερμική καταπόνηση στα ζώα και ν’ αυξάνουν την νοσηρότητα και θνησιμότητά τους. Οι επιδράσεις στην υγεία των ζώων, λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα επηρεάσει τη βιομηχανία γάλακτος και κρέατος σημαντικά, τόσο από πλευράς ποσότητας όσο και ποιότητας, ενώ η απομάκρυνση των ζώων από εκεί που βοσκούν σήμερα, θα σημάνει την επιστροφή της άγριας πανίδας και την έλευση εξωτικών νοσημάτων.
Σύμφωνα με τα μοντέλα πρόβλεψης, στη νότια Ευρώπη, όπου ανήκει γεωγραφικά και η Ελλάδα, προβλέπεται ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής θα υπάρξει μειωμένη βλάστηση στους βοσκοτόπους, λόγω του συνδυασμού των υψηλών θερμοκρασιών και της έλλειψης βροχής, γεγονός που σημαίνει ότι τα ζώα θα πρέπει να βρουν άλλους τρόπους να τραφούν. Έτσι, «χρειαζόμαστε ζώα ανθεκτικά και αποδοτικά και που μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή χωρίς να μειωθεί η απόδοσή τους», επισημαίνει ο καθηγητής.
Αναγνωρίζοντας την αμφίδρομη σχέση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της ζωικής παραγωγής, o κ. Αρσένος υπενθυμίζει ότι με βάση τα νούμερα που δίνονται τα τελευταία χρόνια, επιρρίπτεται η ευθύνη στα ζώα για την κλιματική αλλαγή σε ποσοστό 15,5%, αντίστοιχο με αυτό της συνεισφοράς των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Επίσης φέρονται να συμβάλλουν στο 9% περίπου του διοξειδίου του άνθρακα στο περιβάλλον, στο 65% σε ό,τι αφορά τα αέρια του αζώτου, 37% περίπου του μεθανίου και 64% της αμμωνίας.
«Τα νούμερα αυτά τα βλέπουμε με μεγάλη επιφύλαξη», επισημαίνει ο καθηγητής του ΑΠΘ, εξηγώντας ότι από το 1981 έχουν γίνει περισσότερες από 266.000 εργασίες σχετικές με την κλιματική αλλαγή, από τις οποίες οι 1726 αφορούν τη ζωική παραγωγή. «Βλέπουμε ότι η σχέση κλιματικής αλλαγής/ζωικής παραγωγής δεν έχει διερευνηθεί σε βάθος», τονίζει ο κ. Αρσένος και προσθέτει ότι «η εκτροφή προβάτων και γιδιών μάλλον καλό κάνει, παρά κακό στην κλιματική αλλαγή».
Σε ό,τι αφορά τα μηρυκαστικά, παραδέχεται ότι πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα και συζήτηση, για να καταστεί πιο σαφές και ξεκάθαρος ο ρόλος της ζωικής παραγωγής σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.
«Κάποιοι ωφελούνται και θα ωφεληθούν από τη μείωση της ζωικής παραγωγής και δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται ολοένα και πιο έντονα το εναλλακτικό κρέας και η εναλλακτική πρωτεΐνη. Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκονται τεράστια κεφάλαια που κερδοσκοπούν», ισχυρίζεται ο κ. Αρσένος, σύμφωνα με τον οποίο το κρέας αποτελεί αναντικατάστατη τροφή για τον άνθρωπο, ενώ οι ανάγκες μέχρι το 2050 θα αυξηθούν σε ποσοστό άνω του 50%, με βάση τον ρυθμό αύξησης του παγκόσμιο πληθυσμού.
Ε. Αλεξιάδου
ΠΗΓΗ: www.amna.gr