Ο δάκος είναι έντομο ημερόβιο, αποκλειστικά μονοφάγο και καρποφάγο είδος. Διαχειμάζει συνήθως ως νύμφη στο έδαφος σε βάθος 1–6 cm. Είναι δυνατόν σε ορισμένες περιοχές με ήπιο χειμώνα, εάν και εφόσον παραμένει στα δέντρα ο ελαιόκαρπος, να συνυπάρχουν όλες οι μορφές του εντόμου.
Την άνοιξη, με την άνοδο της θερμοκρασίας, από τις νύμφες του εδάφους βγαίνουν τα πρώτα τέλεια άτομα του δάκου, (δραστηριοποιείται η 1η γενεά του εντόμου), τα οποία πετούν σε μεγάλες αποστάσεις. Χρησιμοποιούν ως πηγή τροφής μελιτώδεις εκκρίσεις κοκκοειδών της ελιάς (Tzanakakis, 2006).
Τα θηλυκά αρχίζουν να ωοτοκούν μετά την πάροδο κάποιων ημερών –περίοδος προωοτοκίας– που είναι αναγκαία για την ωρίμαση των ωοθηκών. Καθοριστικοί παράγοντες της περιόδου προωοτοκίας θεωρούνται οι επικρατούσες κλιματολογικές και τροφικές συνθήκες, γι’ αυτό παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις μεταξύ των εποχών. Συγκεκριμένα, για τον χειμώνα υπολογίζεται στους 2 έως 3 μήνες ενώ για τους φθινοπωρινούς μήνες στις 6–10 ημέρες. Όταν τα θηλυκά γίνουν σεξουαλικώς ώριμα και γονιμοποιηθούν, αρχίζουν τον Ιούνιο να ωοτοκούν σε καρπούς της ελιάς μικρού μεγέθους και πράσινου χρώματος. Οι καρποί είναι επιδεκτικοί για εναπόθεση αυγών κατόπιν της απόκτησης ορισμένου μεγέθους και σύστασης σάρκας. Εμπειρικά, εκτιμάται ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του δάκου όταν έχουν αποκτήσει μέγεθος ρεβιθιού και εφόσον έχει πήξει ο πυρήνας τους. Πριν την ωοτοκία, το θηλυκό ανιχνεύει την επιφάνεια του καρπού, επιλέγει το κατάλληλο σημείο, διατρυπά τον καρπό με τον ωοθέτη του και δημιουργεί το χαρακτηριστικό τριγωνικό άνοιγμα, όπου εναποθέτει συνήθως ένα αυγό. Κάθε θηλυκό έχει την ικανότητα να τοποθετήσει έως 12 αυγά την ημέρα. Ως επί το πλείστον, η ωοτοκία περιορίζεται σε καρπούς ανέπαφους αλλά κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και σε περιόδους περιορισμένης ελαιοπαραγωγής παρατηρούνται συχνά περισσότερα από ένα νύγματα στον ίδιο καρπό (Haniotakis and Voyadjoglou, 1978).
Κατόπιν επώασης 2–4 ημερών εκκολάπτονται οι νεαρές προνύμφες, οι οποίες τρέφονται από τη σάρκα του ελαιοκάρπου. Σε αυτή την γενιά η διάρκεια του σταδίου της προνύμφης υπολογίζεται σε 12–14 ημέρες. Αφού η προνύμφη ολοκληρώσει την ανάπτυξή της μεταμορφώνεται σε νύμφη. Προτού νυμφωθεί, δημιουργεί μια στρογγυλή τρύπα στον καρπό, γνωστή ως οπή εξόδου του ακμαίου, η οποία καλύπτεται εξωτερικά από την εφυμενίδα του καρπού, την λεγόμενη «ψαρολεπίδα», έως ότου ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του εντόμου εντός του καρπού. Η προσβολή από τον δάκο επιταχύνει την ωρίμαση του ελαιοκάρπου. Επιπρόσθετα,στο νύγμα αναπτύσσονται παθογόνοι μικροοργανισμοί, που προκαλούν σήψη και πτώση του καρπού (Τζανακάκης και Κατσόγιαννος, 2003).
Το τέλειο έντομο εμφανίζεται μετά από την παρέλευση 9–12 ημερών και εξέρχεται από το κυκλικό άνοιγμα που σχηματίζει η νύμφη. Πραγματοποιεί σκίσιμο στο κάλυμμα της οπής εξόδου, με τη βοήθεια του μετωπικού σάκου, και εγκαταλείπει την ελιά.Ο δάκος μπορεί να συμπληρώσει 2–4 γενεές κάθε χρόνο. Ο αριθμός των γενεών καθορίζεται, κατά κύριο λόγο, από τις κλιματικές και οικολογικές συνθήκες της εκάστοτε περιοχής. Εν γένει, οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περιοχή επηρεάζουν κυρίως την εξέλιξη του δάκου και, συνακόλουθα, τις διακυμάνσεις στην ένταση της προσβολής του ελαιοκάρπου. Ειδικότερα, θερμοκρασίες άνω των 32oC και κάτω των 8 oC συνιστούν περιοριστικό παράγοντα για την ομαλή ανάπτυξη του εντόμου, καθότι ο πληθυσμός ενδέχεται να οδηγηθεί σε κατάρρευση. Επιπρόσθετα, έχει αποδειχθεί ότι η εξέλιξη του δάκου ευνοείται ιδιαίτερα σε περιόδους με εύρος θερμοκρασιών από 23oC έως και 29oC και με σχετική υγρασία από 60 έως 80% (Μανίκας,1974).
Η δραστηριότητα του τέλειου εντόμου του δάκου συνεχίζεται κανονικά στο εύρος των 20–28 oC. Ωστόσο, σε υψηλότερες θερμοκρασίες, άνω των 30oC, αναστέλλεται η ωοτοκία και κάθε δραστηριότητα ανακόπτεται άνω των 35 oC (Tzanakakis and Koveos, 1986). Πέραν αυτού, σε θερμοκρασίες άνω των 30 oC και σε περιβάλλον με χαμηλή σχετική υγρασία (20–25%) παρατηρείται υψηλή θνησιμότητα στις νεαρές προνύμφες και στα αυγά εντός του καρπού (Fletcher and Kapatos, 1981). Εξαιτίας των παραπάνω δεδομένων, παρατηρείται χαμηλό ποσοστό προσβολής,της τάξεως του 1–3% κατά την διάρκεια των θερινών μηνών, στην πλειονότητα των ελαιώνων. Μεγαλύτερη πυκνότητα του δάκου καταγράφεται το φθινόπωρο, τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, ενώ ελλοχεύει υψηλός κίνδυνος προσβολής όσο διάστημα ο καιρός είναι υγρός και ζεστός.
Graphic design: Γραμματικού Γλυκερία