Στο πλαίσιο της Δράσης “Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ” (ΕΠΑνΕΚ – ΕΣΠΑ), μία ευρεία σύμπραξη επιστημονικών, ακαδημαϊκών και ιδιωτικών φορέων (αποτελούμενη από το Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων – ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, το τμήμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, την εταιρία περιβαλλοντικών μελετών «Συστάδα Ο.Ε.», τα φυτώρια Agriherb και Ε. Βίτσιος και την εταιρία πληροφορικής Verus+ Ο.Ε.), έχουν αναλάβει το έργο «Ανάδειξη τοπικών παραδοσιακών ποικιλιών και αυτοφυών οπωροφόρων δέντρων και θάμνων» – EcoVariety. Το έργο, το οποίο χρηματοδοτείται συνολικά κατά 85% από το προαναφερόμενο πρόγραμμα και κατά 15% από τις συμμετέχουσες εταιρίες, αφορά στη συλλογή, αναγνώριση, διατήρηση, αξιολόγηση και πιλοτική αξιοποίηση αυτοφυών καρποφόρων θάμνων και τοπικών παραδοσιακών ποικιλιών οπωροφόρων δέντρων.
Η ανάγκη για τη διατήρηση και αξιοποίηση των τοπικών, παραδοσιακών ποικιλιών τονίζεται τόσο από την «Εθνική Στρατηγική ΕΤΑΚ για την Έξυπνη Εξειδίκευση 2014-2020» (ΕΣΕΤΑΚΕΕ), όσο και από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020. Ωστόσο, μέχρι τώρα έχει καταγραφεί και αξιολογηθεί μικρός αριθμός ειδών και ποικιλιών οπωροφόρων δέντρων, αναφορικά με τον πλούτο που υπάρχει στις διάφορες περιοχές της χώρας.
Ως τοπική ποικιλία ορίζεται ένας δυναμικός πληθυσμός ο οποίος έχει ιστορική προέλευση, διακριτή ταυτότητα και στερείται επιστημονικής βελτιωτικής παρέμβασης. Μία τοπική ποικιλία είναι συχνά επίσης γενετικά ποικιλόμορφη, έχει τοπική προσαρμοστικότητα και συνδέεται με παραδοσιακά συστήματα καλλιέργειας. Το συγκεκριμένο έργο εστιάζει στις ποικιλίες που έχουν προσαρμοστεί σε ορεινά και ημιορεινά περιβάλλοντα της Βόρειας Ελλάδας και συγκεκριμένα σε ποικιλίες μηλιάς (Malus domestica), αχλαδιάς (Pyrus communis), κερασιάς (Prunus avium), δαμασκηνιάς (Prunus domestica), κυδωνιάς (Cydonia oblonga), συκιάς (Ficus carica), ροδιάς (Punica granatum) κ.α..
Όσο αφορά τα αυτοφυή φυτά της Ελληνικής χλωρίδας, το έργο εστιάζει σε αυτοφυή είδη καρποφόρων θάμνων και μικρών δέντρων που απαντώνται κυρίως σε δασικά και λιβαδικά οικοσυστήματα, όπως το Σμέουρο (Rubus ideaus), το Μύρτιλο (Vaccinium myrtillus), την Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina), την Κουφοξυλιά (Sambucus nigra), την Κρανιά (Cornus mas), την Αμελάνχια (Amelanchier sp.) και το Ρούδι (Rhus coriaria). Παρά την εγνωσμένη διατροφική και εμπορική αξία τους, πολύ μικρό μέρος της σχετικής έρευνας έχει κατευθυνθεί προς το παρόν στα αυτοφυή καρποφόρα είδη.
Προϊόντα
Τα οφέλη που θα προκύψουν από το έργο αφορούν τόσο την εθνική στρατηγική και την αγροτική οικονομία, όσο και την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
Τη διατήρηση πολύτιμων γενετικών πόρων για την βιοποικιλότητα και την ωφέλεια από την πρόσβαση σε γενετικούς πόρους για την αγροτική οικονομία.
Την αξιολόγηση και ανάδειξη τοπικών ποικιλιών και κατ’ επέκταση την ενδυνάμωση των καλλιεργητών και των μικρών μεταποιητικών μονάδων που τις καλλιεργούν και τις αξιοποιούν.
Την πρόταση νέων δυναμικών καλλιεργειών επιλεγμένων αυτοφυών καρποφόρων φυτών και παραδοσιακών ποικιλιών.
Στην πρώτη φάση του έργου, θα διερευνηθούν θέσεις οπωρώνων, εγκαταλελειμμένων ή καλλιεργούμενων, οικισμών, αγρών, λιβαδιών κοκ σε σημαντικές οικολογικά ορεινές περιοχές της Β. Ελλάδας (Οροσειρά Ροδόπης, Ορεινό Τόξο Αλμωπίας, Πιέρια Όρη, Βίτσι – Πρέσπες, Γράμος, Β. Πίνδος, Τζουμέρκα, Θεσπρωτικά Όρη), με στόχο τον εντοπισμό και την καταγραφή των παραπάνω ειδών. Στη συνέχεια, θα πραγματοποιηθεί καλλιέργεια (in situ και σε πιλοτικούς αγρούς), γενετική ταυτοποίηση και αξιολόγηση των επιλεγμένων ειδών και ποικιλιών. Οι ποικιλίες και τα είδη για τα οποία θα εκτιμηθεί ότι έχουν δυνάμει εμπορική αξία, θα αναπαραχθούν από τα συνεργαζόμενα φυτώρια σε συνεργασία με τα ερευνητικά ιδρύματα, τα οποία είναι εξειδικευμένα στα οπωροφόρα δέντρα, τις παραδοσιακές ποικιλίες και τα αυτοφυή φυτά. Όλα τα αποτελέσματα, μαζί με τους καλλιεργητικούς οδηγούς που θα εκδοθούν, θα είναι διαθέσιμα στο κοινό μέσω ειδικής ανοιχτής εφαρμογής και των άλλων δράσεων δημοσιότητας του έργου.